πορπώ

πορπώ
(I)
-άω, Α [πόρπη]
συνδέω, στερεώνων με πόρπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιπορπώμαι — άομαι, Α κουμπώνω κάτι με πόρπη («χρῶνται ἱματίοις παχέσιν ἀντὶ χλαμύδων αὐτὰ περιπορπώμενοι», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πορπῶ (< πόρπη)] …   Dictionary of Greek

  • πορπωτός — ή, ό, Ν (για ένδυμα) αυτός που κουμπώνει με πόρπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορπῶ, όω. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • προσπορπατός — ή, όν, θηλ. και ός, Α προσαρμοσμένος, καρφωμένος με πόρπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πορπῶ (< πόρπη) + επίθημα τος] …   Dictionary of Greek

  • πόρπημα — ήματος, τὸ, Μ, και πόρπαμα, Α [πορπῶ, άω] ένδυμα που στερεώνεται με πόρπη αρχ. η πόρπη …   Dictionary of Greek

  • πόρπωση — η, Ν [πορπώ, όω] η σύνδεση με πόρπη ενδύματος, συνήθως στο ύψος τών ώμων …   Dictionary of Greek

  • συμπορπώμαι — άομαι, Α συνάπτομαι, συνδέομαι με πόρπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πορπῶ (< πόρπη)] …   Dictionary of Greek

  • φιβλώ — όω, ΜΑ [φίβλα] στερεώνω με πόρπη, πορπῶ* μσν. διατρυπώ, διαπερνώ («τοὺς αὐτοῡ πόδας φιβλοῑ ἐπὶ τὰ σφυρά», Μαλάλ. Ι.) …   Dictionary of Greek

  • όρπωμα — ώματος, τὸ Μ [πορπῶ, όω] το πόρπαμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”